- μηλιαυθμός
- μηλιαυθμός, ὁ (Α)τόπος όπου κοιμούνται τα πρόβατα, μάντρα προβάτων, ποιμνιοστάσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατον» + ἰαυθμός «φωλιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλιαυθμός — sheepfold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλιαυθμῶν — μηλιαυθμός sheepfold masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλιαυθμόν — μηλιαυθμός sheepfold masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek
au-2, au̯-es-, au-s- — au 2, au̯ es , au s English meaning: to spend the night, sleep Deutsche Übersetzung: “ũbernachten, schlafen” Material: Arm. aganim ‘spends the night “, vair ag “ living in the country “, aut “ spend the night, night’s rest,… … Proto-Indo-European etymological dictionary